- τρίκηρο
- το, Νβλ. τρικήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίκηρο — το βλ. τρικέρι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικηροτρίκηρα — τα εκκλ. ένα δίκηρο, σύμβολο τής διπλής φύσης τού Χριστού, κι ένα τρίκηρο, σύμβολο τής Αγίας Τριάδας, τα οποία χρησιμοποιεί ο αρχιερέας κατά την τέλεση αρχιερατικής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Κ. Οικονόμο τον εξ… … Dictionary of Greek
τρικήριο — το / τρικήριον, ΝΜ, και τρίκηρο και τρικέρι Ν εκκλ. φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τρικήριον (< τρι * + κηρίον). Για την τροπή τού η σε ε , στον νεοελλ. τ. τρικέρι, πρβλ. σίδηρος: σίδερο (βλ. και λ. κερί)] … Dictionary of Greek
τρικέρι — τρικέρι, το και τρίκηρο, το εκκλησιαστικό φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)